- διομήδειος
- (Α διομήδειος, διομηδεία και διομήδεια, -ον και διομήδειος, -ον)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διομήδηνεοελλ.(θηλ. ως ουσ.) η διομήδειαεπιστημονική ονομασία τού πτηνού άλμπατροςαρχ.φρ.1. «διομήδειος ἀνάγκη» — απόλυτη, αδήριτη ανάγκη2. «διομήδειαι νῆσοι» — δύο νησιά τού Αδριατικού Πελάγους.
Dictionary of Greek. 2013.