διομήδειος

διομήδειος
(Α διομήδειος, διομηδεία και διομήδεια, -ον και διομήδειος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διομήδη
νεοελλ.
(θηλ. ως ουσ.) η διομήδεια
επιστημονική ονομασία τού πτηνού άλμπατρος
αρχ.
φρ.
1. «διομήδειος ἀνάγκη» — απόλυτη, αδήριτη ανάγκη
2. «διομήδειαι νῆσοι» — δύο νησιά τού Αδριατικού Πελάγους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Διομήδειος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διομήδειον — Διομήδειος masc acc sg Διομήδειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διομηδείῳ — Διομήδειος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διομήδεια — Διομήδειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διομήδειαι — Διομήδειος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διομήδειοι — Διομήδειος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διομηδεία — Διομηδείᾱ , Διομήδειος fem nom/voc/acc dual Διομηδείᾱ , Διομήδειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διομηδείᾳ — Διομηδείᾱͅ , Διομήδειος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”